-
1 στρόβῑλος
στρόβῑλος, ὁ, ein jeder gedrehte, gerundete od. sich drehende Körper, Kreisel, ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾶσί τε ἅμα καὶ κινοῠνται, Plat. Rep. IV, 436 d u. Andere; so auch wohl Ar. Pax 829 zu nehmen: εὐδαιμονέστερος φανεὶς τῶν Καρκίνου στροβίλων, komisch, die Söhne des Karkinus, welche Brummkreisel sind, wahrscheinlich Tänzer, od. nach den Schol. διὰ τὸ τραχὺ τοῠ σώματος ἢ πρὸς τὸ τοῠ Καρκίνου ὄνομα παίζων· ὀστρακόδερμοι γὰρ οἱ καρκίνοι καϑάπερ καὶ οἱ στρόβιλοι, τοὐτέστιν οἱ κοχλίαι ἢ οἱ ϑαλάττιοι κήρυκες, also auch eine Schneckenart; – Ion bei Ath. III, 91 e sagt vom Igel στρόβιλος ἀμφ' ἄκανϑαν εἱλίξας δέμας κεῖται. – Wirbel, Strudel, bes. ein Wirbelwind mit dem Zuge nach oben, B. A. 302; Arist. de mundo 4, 15; vgl. Luc. Tox. 19; Ael. H. A. 15, 2. – Ein Tanz, wahrscheinlich eine Art Walzer, VLL.: vgl. Ath. XIV, 630 a. – Fichten- od. Tannenzapfen, Zirbelnuß, Lob. Phryn. 387; eine Art Fichte od. Kiefer selbst, Geopon.; Plut. qu. graec. 3, 2. 5, 3. – Auch ein kegelförmiger Ohrenschmuck. – [Ι, in der Regel lang, ist Crinag. 6 (VI, 232) kurz gebraucht.]
-
2 рак
рак Iм зоол. ἡ καραβίδα, ὁ ἀστακός, ὁ ποτάμιος· красный как \рак разг κόκκινος σάν ἀστακός· ◊ показать кому́-л. где \раки зимуют разг га δείχνω κάποιου πόσα ἀπίδια βάζει ὁ σάκος· на безрыбье и \рак рыба погов. στήν ἀναβροχιά καλό καί τό χαλάζι· когда́ \рак свистнет разг ὀταν ἀσπρίσει ὁ κόρακας.рак IIм мед. ὁ καρκίνος.Рак IIIм астр. ὁ ἀστερισμός τοῦ Καρκίνου, ὁ Καρκίνος (ζώδιον):тропик \рака ὁ Τροπικός τοῦ Καρκίνου. -
3 рак
I.астр. о αστερισμός του Καρκίνου, ο Καρκίνος.II.мед. ο καρκίνος. - желудка - του στομάχουIII.зоол. (морской) о κάβουραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рак
-
4 χηλη
дор. χᾱλά ἥ1) копыто(χηλαὴ ποδῶν, sc. τῶν πώλων Eur.; ταύρου Anacr.)
2) клешня(τοῦ καρκίνου Arst.)
4) выступ(τοῦ τείχους Xen.)
6) мыс, коса(τοῦ Πειραιῶς Thuc.)
7) (pl. χηλαί) созвездие Весов Plut. -
5 раковый
-
6 προληπτικές
η, ό[ν] 1.1) предупредительный, предохранительный; предупреждающий, предотвращающий; превентивный (книжн.); профилактический;προληπτικέςά μέτρα — предупредительные, превентивные меры;
2) суеверный;2. (τό) 1) предупредительные меры; профилактика;προληπτικέςό τού κάκου — предупреждение несчастья;
2) профилактическое средство;προληπτικέςά τού καρκίνου — профилактические средства от рака
-
7 крабовый
επ.του κάβουρα, του καρκίνου. -
8 тропик
-а α.ο τροπικός (κύκλος)•тропик рака ο τροπικός του Καρκίνου•
тропик козерога ο τροπικός του Αιγόκερου.
|| η τροπική ζώνη. -
9 Рак
[ράκ] ουσ. а. ο αστερισμός του Καρκίνου -
10 Рак
[ράκ] ουσ α ο αστερισμός του Καρκίνου
См. также в других словарях:
Καρκίνου, νεφέλωμα — (Αστρον.). Νεφέλωμα που βρίσκεται στον αστερισμό του Ταύρου με διαστάσεις 6’ επί 4’ (λεπτά της μοίρας). Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς η διάμετρός του εκτείνεται διαρκώς. Απέχει περίπου 3.300 έτη φωτός και επεκτείνεται με ταχύτητα 1.200… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek
τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… … Dictionary of Greek
Συμεωνίδης, Αλέξανδρος — Γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Συμεωνίδη (1909 1974). Γεννήθηκε στην Κομοτηνή, και σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Αφού τελείωσε τις σπουδές του, πήγε για μεταπτυχιακές στη Γερμανία, όπου έμεινε από το 1933 ως το 1938. Ο Σ. εργάστηκε στα… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
γάμμα, ακτίνες — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση του πυρήνα ορισμένων ραδιενεργών στοιχείων. Δημιουργούνται επίσης κατά την εξάπλωση των σωματιδίων. Διακρίνονται από τις ακτίνες α και β λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους… … Dictionary of Greek
Παπανικολάου, Γεώργιος — (Κύμη, Εύβοια 1883 – Φλόριντα, ΗΠΑ 1962). Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος και ερευνητής. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1904 και βιολογία στο Μόναχο, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας το 1910.… … Dictionary of Greek